- τρυφεραίνομαι
- τρῠφερ-αίνομαι, [voice] Pass.,A to be fastidious,
τρυφερανθείς
with a coxcomb's air,Ar.
V.688 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυφερανθείς
with a coxcomb's air,Ar.
V.688 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυφεραίνω — ΝΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. κάνω κάτι τρυφερό, τό απαλύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι τρυφερός αρχ. παθ. τρυφεραίνομαι καθίσταμαι τρυφηλός («διακινηθεὶς τῷ σώματι καὶ τρυφερανθείς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
τρυφερούμαι — όομαι, Α [τρυφερός] γίνομαι μαλθακός, τρυφεραίνομαι* … Dictionary of Greek